ναρκώσει

ναρκώσει
νάρκωσις
a benumbing
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
ναρκώσεϊ , νάρκωσις
a benumbing
fem dat sg (epic)
νάρκωσις
a benumbing
fem dat sg (attic ionic)
ναρκόω
benumb
aor subj act 3rd sg (epic)
ναρκόω
benumb
fut ind mid 2nd sg
ναρκόω
benumb
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φανάρι — I Ιστορική συνοικία της Κωνσταντινούπολης, όπου εδρεύει από το 1603 το οικουμενικό πατριαρχείο. Βρίσκεται στη νότια παραλία του Κεράτιου κόλπου και ονομάστηκε έτσι από τον φάρο που υπήρχε στη βασιλική αποβάθρα. Τριγυριζόταν από τείχος, στα ΒΔ του …   Dictionary of Greek

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

  • γυμνωτός — Ψάρι της οικογένειας των ηλεκτροφοριδών που ζει στη Νότια Αμερική, κυρίως στις λεκάνες των ποταμών Ορινόκου και Αμαζόνιου. Ονομάζεται και ηλεκτροφόροχέλι, γιατί στο πίσω μέρος του σώματός του έχει όργανα, με τα οποία παράγει ηλεκτρικές εκκενώσεις …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”